< Αἰσχύλος
αἰσχυνετάειν· >
αἰσχυ[νέσ]τατος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῡ-]
sup.
muy deshonroso
δρά]σαντας αἰσχυ[νέσ]τατα
Alc.298.1 (cj.).